νανοφυής

νανοφυής
-ές (Α νανοφυής, -ές)
αυτός που έχει ανάστημα νάνου, μικρόσωμος, μικροσκοπικός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο νανοφυής
είδος εντόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νᾶνος + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. μικρο-φυής. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nanophyes].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νανοφυεῖς — νᾱνοφυεῖς , νανοφυής of dwarfish stature masc/fem acc pl νᾱνοφυεῖς , νανοφυής of dwarfish stature masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάνος — Μυθολογικό ον. Είναι γνωστό στη μυθολογία λαών της Ευρώπης ως oν πολύ μικρού αναστήματος, ηλικιωμένο και με γενειάδα, δύσμορφο, με χοντρό κεφάλι και μεγάλο στόμα, πόδια δυσανάλογα και στραβά. * * * και νάννος, ο (Α νᾱνος) άνθρωπος εξαιρετικά… …   Dictionary of Greek

  • νανοφυΐα — η νανισμός, νανοσωμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νανοφυής. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • νανόσωμος — η, ο ιατρ. αυτός που έχει σώμα νάνου, νανοφυής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nanosomus < νεολατ. nanosomus < nano (< νᾶνος) + somus (< σῶμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”