- νανοφυής
- -ές (Α νανοφυής, -ές)αυτός που έχει ανάστημα νάνου, μικρόσωμος, μικροσκοπικόςνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο νανοφυήςείδος εντόμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < νᾶνος + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. μικρο-φυής. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nanophyes].
Dictionary of Greek. 2013.